- τηλόσε
- Αεπίρρ. μακριά, σε μακρινή απόσταση («τῶν δὲ τε τηλόσε δοῡπον ἐν οὔρεσιν ἔκλυε ποιμήν», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε + επιρρμ. κατάλ. -ό-σε (πρβλ. ἀγχ-ό-σε)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τηλόσε — to a distance indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλόσ' — τηλόσε , τηλόσε to a distance indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… … Dictionary of Greek